Β
Permanent URI
SITO IN MANUTENZIONE - La nuova versione sarà presto online
βακχειακὸν παιωνικὸν δίρρυθμον / bacchiacum (paeonicum) dirhythmum
βακχειακὸν παιωνικὸν τετράμετρον ἀκατάληκτον / bacchiacum (paeonicum) tetrarhythmum acatalectum
βακχειακὸν παιωνικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον
βακχεῖος, βακχειακός (βακχιακός) / bacchius (bachius), bacchicus
βακχεῖος ἀπὸ ἰάμβου / bacchius a iambo
βακχεῖος ἀπὸ τροχαίου / bacchius ex trochaeo
βακχεῖος ἢ ἀνταμοιβαῖος: vd. ἀνταμοιβαῖος
βακχεῖος μέσος / bacchius medius
βάσις ἀναπαιστική: vd. ἀναπαιστικὴ βάσις
βάσις ἀναπαιστικὴ καταληκτικὴ εἰς δισύλλαβον: vd. ἀναπαιστικὴ βάσις καταληκτικὴ εἰς δισύλλαβον
βουκολικὴ τετάρτη / bucolice tetarte / bucolica quarta
βουκολικὴ τετραποδία / bucolice tetrapodia
βουκολικὴ τομή / bucolice tome (ptome, caesura, incisio)
βουκολικὸν δακτυλικὸν τετράμετρον / bucolicus (-um) tetrameter (-trus, -trum)
βουκολικὸν ἡρωικόν / bucolicus (-um, -on) hexameter (-trum)
βραχυκατάληκτα μέτρα / brachycatalecta metra
βραχυκατάληκτον, ἀναπαιστικὸν δίμετρον: vd. ἀναπαιστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, ἀναπαιστικὸν μονόμετρον: vd. ἀναπαιστικὸν μονόμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, ἀναπαιστικὸν τρίμετρον: vd. ἀναπαιστικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, ἀντισπαστικὸν δίμετρον: vd. ἀντισπαστικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, δακτυλικὸν τετράμετρον: vd. δακτυλικὸν τετράμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, ἐπιχοριαμβικὸν τρίμετρον: vd. ἐπιχοριαμβικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον
βραχυκατάληκτον, ἰωνικὸν ἀπὸ μείζονος δίμετρον: vd. ἰωνικὸν ἀπὸ μείζονος δίμετρον βραχυκατάληκτον